- φορηδόν
- φορ-ηδόν, Adv.A bearing like a bundle,
φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φ. ἄρασθαί τι Luc.Tim.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορηδόν — bearing like a bundle indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορηδόν — Α επίρρ. σηκωτά, φοράδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek